ἑλικοειδῆ

ἑλικοειδῆ
ἑλικοειδής
of winding
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ἑλικοειδής
of winding
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ἑλικοειδής
of winding
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • ρήνος — (Rhein γερμανικά, Rhin γαλλικά, Rijn ολλανδικά). Ποταμός της κεντρικής Ευρώπης, που έχει συνολικό μήκος 1326 χλμ. και λεκάνη απορροής 225.000 τ. χλμ. Ο Ρ. είναι ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους ποταμούς της Ευρώπης, φορέας… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • μαγνητική ταινία — Εύκαμπτη ταινία καλυμμένη από τη μία όψη με επίστρωση που μπορεί να μαγνητιστεί. Πάνω στην επίστρωση αυτή αποθηκεύονται αναλογικά ή ψηφιακά δεδομένα κατά μήκος ιχνών. Στην περίπτωση των αναλογικών δεδομένων η μ.τ. χρησιμοποιείται για καταγραφή… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • άμβωνας — Το βήμα από το οποίο συνήθως κηρύσσουν στην εκκλησία οι ιεροκήρυκες και διαβάζεται το Ευαγγέλιο. Αρχικά στηριζόταν σε κίονες ή σε συμπαγή βάση και η άνοδος γινόταν από ένα ή δύο σκαλοπάτια. Στις πρώτες χριστιανικές εκκλησίες χρησιμοποιήθηκε… …   Dictionary of Greek

  • αγκυλορρόας — ἀγκυλορρόας, ὁ (Μ) (για ποτάμια) αυτός που έχει αγκύλο, ελικοειδή ρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλος + ροή] …   Dictionary of Greek

  • δρακοντιά — Κοινή ονομασία των φυτών άρο το ιταλικό και άρο το στικτό (μονοκοτυλήδονα της οικογένειας των αροϊδών), ειδών της ελληνικής χλωρίδας, τα οποία φυτρώνουν στις άκρες των χωραφιών, κοντά σε ερείπια και σε φράχτες. Τα φύλλα τους είναι πράσινα ή έχουν …   Dictionary of Greek

  • ελικισμός — ο είδος τροπισμού που εμφανίζεται σε ορισμένα μαλάκια ή περιαλλόβλαστα φυτά, κατά το οποίο ορισμένα στοιχεία τού οργανισμού προσανατολίζονται έτσι ώστε το σώμα να παίρνει σπειροειδή ή ελικοειδή μορφή …   Dictionary of Greek

  • ελικογραφώ — ἑλικογραφῶ ( έω) (Α) γράφω σε ελικοειδή γραφή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”